μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
μαδώ — μαδάω / μαδώ, μάδησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαδῶ — μαδάω to be moist pres imperat mp 2nd sg μαδάω to be moist pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μαδάω to be moist pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μαδάω to be moist pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μαδάω to be moist pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek
κατατίλλω — (Α) (επιτ. τ. τού τίλλω) 1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ 2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν ἐπὶ θρήνου», Ησύχ. β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τίλλω «μαδώ, τραβώ… … Dictionary of Greek
μάδημα — και μάδισμα, το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων 2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω] … Dictionary of Greek
μάδηση — και μάδιση, η (AM μάδησις, Α και μάδισις) [μαδώ] το μάδημα, η πτώση ή αφαίρεση τών τριχών, η φαλάκρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδηση < μαδώ, ενώ ο τ. μάδιση < μαδίζω] … Dictionary of Greek
μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου … Dictionary of Greek
περιτίλλω — Α 1. μαδώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα, εντελώς 2. βγάζω, παρατίλλω* 3. φρ. «περιτίλλω θρίδακα» αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα μαρουλιού, τό καθαρίζω (Ηρόδ.) 4. (το παθ. με μτφ. σημ.) φρ. «περιτίλλομαι τά πτερά» χάνω την εξουσία μου, (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek